- ψηλαφίζω
- ψηλαφίζω, ψηλάφισα βλ. πίν. 33——————Σημειώσεις:ψηλαφίζω : απαντάται μερικές φορές και ο παλιότερος τύπος ψηλαφώ (κατά το θεωρώ, 73, αλλά με αόριστο ψηλάφισα, λόγω ισοδυναμίας με το ψηλαφίζω).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψηλαφίζω — ΝΑ ψηλαφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ψηλαφίζω — εγγίζω κάτι με τα δάχτυλα, ψαχουλεύω, ψάχνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηλαφίσει — ψηλαφίζω aor subj act 3rd sg (epic) ψηλαφίζω fut ind mid 2nd sg ψηλαφίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφίζει — ψηλαφίζω pres ind mp 2nd sg ψηλαφίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεβοδιφώ — ἐρεβοδιφῶ, άω (AM) αναζητώ κάτι στο σκοτάδι, ψάχνω να βρω κάτι ψηλαφώντας, ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + διφώ «ερευνώ»] … Dictionary of Greek
καταρρέζω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.) 2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥέζω «εκτελώ»] … Dictionary of Greek
κνύω — (Α) ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. τής μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ*, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»] … Dictionary of Greek
παραφάσσω — (I) Α αγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀφάσσω «ψηλαφώ»]. (II) Α 1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα 2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α) * + φάσσω (< φαίνω… … Dictionary of Greek
ψηλάφισμα — το, Ν [ψηλαφίζω] η ψηλάφηση … Dictionary of Greek
ψηλαφισμός — ο, Ν [ψηλαφίζω] ψηλάφηση … Dictionary of Greek